- υποζέω
- Μαρχίζω να υφίσταμαι ζύμωση («ὑποζέον γλεῡκος», Γεωπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ζέω «βράζω, κοχλάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποζέον — ὑποζέω ferment a little pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) ὑποζέω ferment a little pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζέουσα — ὑποζέω ferment a little pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek